- χλαμυδοειδής
- χλᾰμῠδο-ειδής, ές,A like a
χλαμύς
in shape,Str.
2.5.9, 14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαμύς
in shape,Str.
2.5.9, 14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαμυδοειδής — like a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδοειδής — ές, Α όμοιος με χλαμύδα («χλαμυδοειδές πως τὸ σχῆμα», Στράθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + ειδής*] … Dictionary of Greek
χλαμυδοειδές — χλαμυδοειδής like a masc/fem voc sg χλαμυδοειδής like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδοειδοῦς — χλαμυδοειδής like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek